ἐπικερδῶν

ἐπικερδῶν
ἐπικερδαίνω
gain besides
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ἐπικερδής
profitable
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεποτισμός — Όρος ο οποίος αρχικά υποδηλωνε την τάση των Ρωμαίων ποντιφήκων, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης, να παραχωρούν εύνοιες στους συγγενείς τους και ιδίως στους ανιψιούς τους (λατινικά nepos=ανιψιός). Αυτό γινόταν ήδη από τους… …   Dictionary of Greek

  • μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”